- μισογύναιον
- μισογύναιοςhating womenmasc/fem acc sgμισογύναιοςhating womenneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Misogyny — Part of a series on Discrimination General forms … Wikipedia
μισογύναιος — μισογύναιος, ον (Α) [μισόγυνος] 1. μισογύνης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισογύναιον το μίσος κατά τών γυναικών … Dictionary of Greek